Σοβαρή διαταραχή στη ζωή του Ορφανοτροφείου επήλθε κατά τη διάρκεια των βαλκανικών και του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Το 1912 το κτίριο επιτάχθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως νοσοκομείο έως το Δεκέμβριο του 1913, περίοδο κατά την οποία οι τρόφιμοι εγκαταστάθηκαν στο οίκημα Μπαλταδώρου. Τον Αύγουστο του 1914 το κτίριο επιτάχθηκε και πάλι και χρησιμοποιήθηκε ως στρατώνας. Οι τρόφιμοι εγκαταστάθηκαν στη μονή της Αγίας Αναστασίας. Στην κατοχή του Ορφανοτροφείου παρέμειναν μόνον μερικές αποθήκες, ο λαχανόκηπος και τα εργαστήρια, τα οποία, έστω και υποτυπωδώς, δε σταμάτησαν να λειτουργούν. Βέβαια, τα οικονομικά του Ιδρύματος και η ποιότητα της εκπαίδευσης επηρεάσθηκαν αρνητικά από την περιπέτεια αυτή9.
Τον Απρίλιο του 1916 οι βρετανικές στρατιωτικές αρχές ζήτησαν να μισθώσουν το κτίριο του Παπαφείου. Η αύξηση του κόστους ζωής και η υποτίμηση του φράγκου στην αγορά της Θεσσαλονίκης10 είχαν συντελέσει στην επιδείνωση των οικονομικών του Ορφανοτροφείου11, και έτσι η Εφορεία συμφώνησε να παραχωρήσει το κτίριο, για να χρησιμοποιηθεί ως κεντρικό βρετανικό στρατιωτικό νοσοκομείο12. Οι διαπραγματεύσεις για το μίσθωμα ήταν σκληρές και οι Βρετανοί δε δίστασαν να προβάλουν το επιχείρημα πως ήταν στρατός κατοχής. Τελικά, κατέβαλαν ένα μεγάλο μέρος του μισθώματος υπό τη μορφή δωρεάς προς τα ορφανά13. Οι τρόφιμοι παρέμειναν στη μονή της Αγίας Αναστασίας ως το Σεπτέμβριο του 1915. Μετά δίμηνη προσωρινή εγκατάσταση στο Θεαγένειο Νοσοκομείο, μεταφέρθηκαν στο "εν τη συνοικία Αγίας Τριάδος κατάστημα του Διδασκαλείου Αρρένων" όπου και έμειναν ως τον Απρίλιο του 1916. Στη συνέχεια, ως κοιτώνες μισθώθηκαν τα ακίνητα Καραγιάννη και Νακοπούλου, στην περιοχή Καραγάτσια (ενορία Αναλήψεως), και ως σχολείο και εργαστήρια η οικία των κληρονόμων Νικολάου Χατζηλαζάρου στην ίδια περιοχή. Στο τελευταίο αυτό σπίτι ανεγέρθηκαν παραπήγματα για τη λειτουργία του ξυλουργείου. Σε όλη αυτή την περίοδο τα εργαστήρια δε σταμάτησαν να λειτουργούν, αν και η πρόσληψη εξωτερικών τεχνιτών ήταν αδύνατη "ένεκα υπερτιμήσεως των ημερομισθίων". Η αποφοίτηση όμως των παλαιότερων τροφίμων δημιούργησε σταδιακά κενό στην τεχνογνωσία παραγωγής. Ταυτόχρονα, οι συνεχείς μετακινήσεις και οι ένεκα του πολέμου διατροφικές δυσχέρειες δημιούργησαν υγειονομικά προβλήματα στους τροφίμους14. Μέσα από τις δυσκολίες αυτές, η Εφορεία - στη σύνθεση της οποίας προστέθηκε και ο μετέπειτα δήμαρχος Ν. Μάνος -εκτίμησε ότι μέρος των προσόδων από την ενοικίαση του κτιρίου έπρεπε, μόλις οι συνθήκες θα το επέτρεπαν, να διατεθεί για την ίδρυση σιδηρουργείου, υφαντουργείου, βαφείου "και άλλων χρηοίμων τεχνών τας οποίας δύνανται οι ορφανοί δι' ολίγων κεφαλαίων να ασκήσωσι" όχι μόνο στις πόλεις αλλά και σε χωριά. "Πρέπει δε αι διδαοκόμεναι τέχναι να είναι ανάλογοι προς την σωματικήν διάπλασιν και την ιδιοφυΐαν των παιδιών και να προτιμώνται αι τέχναι αι ευχερέστερον εκμανθανόμεναι και ευκολώτερον πανταχού ασκούμεναι", ανάμεσα στις οποίες η κηπουρική και η δενδροκομία.15 Δυστυχώς, η κατεύθυνση αυτή, που θα μπορούσε να δώσει οικονομική αυτοδυναμία στο Ίδρυμα (με την ίδρυση νέων εργαστηρίων εκτός από το ξυλουργείο, το υποδηματοποιείο και το ραφείο) και να εμπλουτίσει τις επαγγελματικές δυνατότητες των αποφοίτων δεν υλοποιήθηκε. Τα ορφανά εγκαταστάθηκαν και πάλι στο κτίριο του Παπαφείου το Μάιο του 1919. Οι ζημιές στο κτίριο ήταν πολλές και οι Βρετανοί δε συνέβαλαν οικονομικά στην πλήρη αποκατάσταση τους16. Το κύριο πρόβλημα ήταν το οικονομικό, αφού πλέον τα τακτικά έσοδα δεν κάλυπταν ούτε το ένα τρίτο των δαπανών. Ο Κ. Τάττης, αποκλείοντας την περίπτωση να μειωθεί ο αριθμός των τροφίμων, πρότεινε τη λήψη δραστικών μέτρων όπως: να ενοικιασθεί το μισό κτίριο "ως εξοχικόν ξενοδοχείον" σε ιδιώτη, να ιδρυθεί πρατήριο στο κέντρο της πόλης, να αναδιοργανωθούν τα εργαστήρια, ώστε να συμμετάσχουν στην ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης και να αυξηθούν τα έσοδα τους, να καταργηθεί το ραφείο "διότι και τον προορισμόν του δεν εκπληροί και το σώμα και το πνεύμα ουδόλως αναπτύσσει αλλά μάλλον βλάπτει καθόσον οι ράπται γίνονται καχεκτικοί". Ζήτησε ακόμη να γίνονται μεγαλύτερες οικονομίες στην προμήθεια και τη διαχείριση. Με τις απόψεις αυτές συμφώνησε ο Ν. Μάνος, ενώ ο Ανθίδης και ο Καλλιδόπουλος θεώρησαν πως θα ήταν προτιμότερο αντί για ξενοδοχείο να εκμισθωθεί πτέρυγα του κτιρίου ως σχολείο17. Ομοφωνία υπήρχε ως προς την ανάγκη να εισαχθούν στο Ορφανοτροφείο κι άλλες "τέχνες" και να διδάσκονται καλύτερα. Προς την κατεύθυνση αυτή ήταν προσανατολισμένη η πρόταση που διατυπώθηκε στα τέλη του 1919 εκ μέρους του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού (Α.Ε.Σ.) για την ίδρυση βιομηχανικής σχολής στο Παπάφειο. Ο Α.Ε.Σ. θα προμήθευε έπιπλα, σκεύη και ό,τι άλλο χρειαζόταν για 500 ορφανούς (έναντι 122 που είχε το Ίδρυμα το 1922), θα εξασφάλιζε το αναγκαίο προσωπικό και θα παρείχε υλική βοήθεια στην εξασφάλιση τροφής. Ως προϋπόθεση έμπαινε η συμμετοχή του Α.Ε.Σ. στη διοίκηση, προϋπόθεση που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με βασικούς όρους του ιδρυτή Ι. Παπάφη. Η δελεαστική πρόταση απασχόλησε τους εφόρους, αλλά τελικά δεν έγινε δεκτή18. Η στάση των μελών της Εφορείας απέναντι στη συγκεκριμένη πρόταση είναι πολύ χαρακτηριστική για τη νοοτροπία με την οποία αντιμετώπιζαν το διαφαινόμενο οικονομικό αδιέξοδο της Σχολής. "Ημείς ούτε Βιομηχανικήν σχολήν δυνάμεθα να ιδρύσωμεν ούτε ξένους συνδιοικητάς να δεχθώμεν" τόνισε ο Μάνος με πλήρη ομοφωνία των υπολοίπων. Εναλλακτικώς προτάθηκαν είτε η εκμίσθωση του μισού κτιρίου στον Α.Ε.Σ. είτε η εισαγωγή ορφανών της επιλογής του με ταυτόχρονη εκ μέρους του καταβολή αποζημιώσεως. Επίσης, η Εφορεία παρέπεμψε το ζήτημα στην κοινοτική αντιπροσωπεία, αφού προηγουμένως βολιδοσκόπησε το Υπουργείο Παιδείας. Η ουσία της πρότασης, δηλαδή η ίδρυση μιας βιομηχανικής σχολής, έμεινε αναπάντητη19.Η διοίκηση του Ορφανοτροφείου προσπάθησε έπειτα να εκμισθώσει τμήμα του κτιρίου στο Υπουργείο Παιδείας, για να χρησιμοποιηθεί ως διδασκαλείο, συμμετείχε μάλιστα και σε σχετική δημοπρασία, αλλά ατυχώς η προτεινόμενη πτέρυγα επιτάχθηκε για να εγκατασταθεί στρατιωτικό νοσοκομείο20.
[ < Το Παπάφειο Πριν ] [ Η Οικονομική Κρίση > ]
* (Από το Βιβλίο Το Παπάφειο Ορφανοτροφείο και το Επιπλοποιείο του) Ευάγγελος Α. Χεκίμογλου Διδάκτωρ Οικονομικού Τμήματος ΑΠΘ
9 Λογοδοσία της εφορείας του Ορφανοτροφείου "Μελιτεύς" χρήσεως 1913 - 1914 και 1914 - 1915, εν Θεσσαλονίκη 1918, σ. 3 - 7. Από την Εφορεία του Ορφανοτροφείου πέρασαν κατά την περίοδο αυτή οι Αθαν. Καλλιδόπουλος, Ιωσ. Αδαμίδης, Κ. Τάττης, Π. Συνδίκας, Αλ. Ανθίδης, Γεωργ. Πεντζίκης. Διευθυντής ήταν ο Αντ. Τούσας, ενώ ενεργό ρόλο είχε ο τότε δάσκαλος και μετέπειτα διευθυντής Αλ. Πετρίδης. Βλ. αυτ.
10 Οι βασικές πρόσοδοι του Ιδρύματος προέρχονταν από το κληροδότημα του Ι. Παπάφη, οι τόκοι του οποίου πληρώνονταν σε φράγκα. Για την έκπτωση του γαλλικού νομίσματος και τα προβλήματα που δημιούργησε Βλ. Ε. Χεκίμογλου, "Θεσσαλονίκη: Η προσωρινή κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Δύο ανέκδοτα έγγραφα για τα οικονομικά της", εφ. Ελληνικός Βορράς, φ. 30.8.1992, σ. 20-21. Idem, "Οι Γάλλοι στη Μακεδονία", εφ. Καθημερινή, φ. 9.9.1990. Πρβλ. Ν. Πετσάλη - Διομήδη, Η Ελλάδα των Δυο Κυβερνήσεων, Αθήνα 1988, σ. 119 - 127.
11 Ωστόσο η Εφορεία, με πρόταση του Κ. Τάττη, χορήγησε επιμίσθιο στο προσωπικό του Ορφανοτροφείου για να αντιμετωπίσει τις αντίξοες "του σημερινού βίου περιστάσεις" [Παπάφειον Ορφανοτροφείον, Πρακτικά συνεδριάσεων Εφορείας: εφεξής Πρακτικά συνεδριάσεων. Συνεδρίαση 14.9.1917] και τα Χριστούγεννα του 1917 κατέβαλε διπλό μισθό [Πρακτικά συνεδριάσεως 18.12.1917]. Τον επόμενο Σεπτέμβριο αυξήθηκε ο μισθός των προϊσταμένων των εργαστηρίων και του Α. Πετρίδη [Πρακτικά συνεδριάσεως 22.9.1918].
12 Λογοδοσία της εφορείας του Ορφανοτροφείου "Μελιτεύς" των ετών 1915 - 16, 1916 -17, 1917 - 18, Θεσσαλονίκη, 1920, σ. 4.
13 Πρακτικά συνεδριάσεων 2.3.1917 και 11.4.1917. Η Εφορεία θεώρησε ότι εκμίσθωσε το κτίριο προς £ 9.000 για τον πρώτο χρόνο και προς £ 6.000 για το δεύτερο [βλ. Λογοδοσία, ό.π.]. Ο βρετανός στρατηγός Travers Clark θεώρησε ότι το ετήσιο μίσθωμα ήταν μόνον £ 1.500 και τα υπόλοιπα καταβλήθηκαν ως ενίσχυση για τα ορφανά [Πρακτικά, ό.π.]. Στην περίοδο που το κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως νοσοκομείο, οι βρετανικές αρχές εγκατέστησαν παροχή ύδατος από το Χορτιάτη, συνολικής δαπάνης £ 2.500, ποσό που παρακράτησαν από το μίσθωμα [Λογοδοσία, ό.π.].
14 Λογοδοσία, όπ., σ. 5 - 9. Τον Απρίλιο του 1918, μετά το θάνατο ενός ορφανού από οξύτατη φυματίωση και την εμφάνιση σταφυλόκοκκου, αποφασίσθηκε να αραιώσουν τα κρεβάτια, τα μαθήματα να γίνονται στο ύπαιθρο για να χρησιμοποιηθούν οι αίθουσες διδασκαλίας ως κοιτώνες, να ενισχυθεί με περισσότερο κρέας και ψωμί το διαιτολόγιο, να γίνει αντισηψία και να επιχωματωθεί το έλος που βρισκόταν ανατολικώς του κτιρίου. Προς στιγμή έγινε η σκέψη να αγορασθεί η οικία Χατζηλαζάρου για να στεγάσει ορφανοτροφείο θηλέων, αλλά οι Μάνος και Παιονίδης γνωμάτευσαν ότι η θέση της ήταν ακατάλληλη. Βλ. Πρακτικά συνεδριάσεων 10 και 25.4.1918.
15 Λογοδοσία, ό.π.. σ. 9 - 10.
16 Πρακτικά συνεδριάσεως 1.6.1919.
17 Πρακτικά συνεδριάσεως 13.7.1919.
18 Πρακτικά συνεδριάσεως 19.12.1919.
19 Αυτ.
20 Λογοδοσία της Εφορείας του Παπαφείου Ορφανοτροφείου χρήσεως 1921 - 1922, χ.τ. [Θεσσαλονίκη], χ.χ., σ. 4.
|