Κληροδοτήματα προς πρόσωπα
Τα κληροδοτήματά του ο Ι.Ν.Παπάφης τα ρύθμισε με δύο διαθήκες και μία επιστολή. Όλα τα κείμενα σώζονται ως ιδιόγραφα. Την πρώτη διαθήκη την έγραψε στις 18 Απριλίου 1879, τη δεύτερη στις 28 Νοεμβρίου 1883.
Ουσιαστικό ήταν το κληροδότημα προς τους κατοίκους των νήσων Μάλτας και GOΖO. Το κληροδότημα το προικοδοτούσε με ό,τι κατά νομή είχε η σύζυγός του. Με το κληροδότημα αυτό διέταζε να βοηθούνται, όσοι πτωχοί νέοι ήθελαν να ξενιτευτούν προς ανεύρεση εργασίας. Θα έπαιρναν το κόστος μετακινήσεων και τα της συντηρήσεώς τους για ένα εύλογο χρόνο.
Κληροδοτήματα προς θεσμούς Για τις διοικητικές της ανάγκες κληροδότησε στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία Μελίτης 25 χρυσές λίρες, στη Βιβλιοθήκη Μελίτης τη σαρανταπεντάτομη εγκυκλοπαίδειά του, στο χρηματιστήριο Μελίτης το αγγλικό λεξικό Johnson και το λεξικό του εμπορίου Maιlloch με την εντολή να είναι σε κοινή χρήση. Άφηνε και 10.000 λίρες στερλίνες στο Ορφανοτροφείο που είχαν ιδρύσει στην Αθήνα ο Γεώργιος και Αικατερίνη Χατζηκώστα. Στη δεύτερη διαθήκη του μνημονεύει τις 1.000 λίρες στερλίνες, τις οποίες είχε στείλει ανωνύμως δια των χρηματιστών του στο Λονδίνο. Μας δίνει την πληροφορία ότι αυτό που ανέθετε στους εκτελεστές της διαθήκης του το είχε πραγματοποιήσει ο ίδιος, δηλαδή να εγγράψει υπέρ του Ορφανοτροφείου Χατζηκώνστα δημόσιο χρέος της Γαλλίας με ετήσιο εισόδημα 7.900 φρά-γκων.
Για το Πολυτεχνείο στην πρώτη του διαθήκη προέβλεπε κληροδότημα 8.000 λιρών. Για τα ιδρύματα όμως της Θεσσαλονίκης έδειξε τελείως διάφορη διάθεση. Μία διάθεση η οποία, όπως ήδη παρατηρήσαμε, οφειλόταν στη χαρακτηριζόμενη από αλληλοεκτίμηση και αγάπη αλληλογραφία που αναπτύχθηκε μεταξύ Ορθοδόξου Ελληνικής Κοινότητας Θεσ/νίκης και Ι.Ν.Παπάφη από την εποχή του Θεσσαλονίκης Ιωακείμ. Θεωρούμε ότι η δραστηριότητα αυτή του Ιωακείμ ήταν μέρος των ποιμαντορικών καθηκόντων και μάλιστα των διδακτικών, αφού με του τρόπο αυτό υποδεικνύει σε μέλος της Εκκλησίας το πρακτέο και τη μορφή ασκήσεώς της προς το συνάνθρωπο αγάπης.
Στα Σχολεία και στο Νοσοκομείο της Ορθοδόξου Ελληνικής Κοινότητας Θεσ/νίκης κληροδοτούσε με την πρώτη διαθήκη ετήσιο εισόδημα 12.000 φράγκων και έδινε εντολή στους εκτελεστές της διαθήκης να εγγράψουν δια των Hottιnger & Co το εισόδημα αυτό σε γαλλικά χρεόγραφα. Και αυτό όμως το κληροδότημα το τακτοποίησε ενώ ακόμη ζούσε, γιατί το Δεκέμβριο του 1879 και τον Απρίλιο του 1880 επέτυχε να εγγράψει στο δημόσιο χρέος της Γαλλίας υπέρ των ευαγών καταστημάτων της Θεσσαλονίκης ετήσιο εισόδημα 12.000 φράγκων. Επιπλέον στη δεύτερη διαθήκη εκφράζει τη στοργή του προς τη Θεσσαλονίκη με την επιθυμία ιδρύσεως ασύλου, το οποίο θα ονομαζόταν "Γηροκομείο Μελίτη". Σ' αυτό θα κατέφευγαν προς συντήρηση τελείως γέροντες και των δυο φύλων, πτωχοί ή ανίκανοι για εργασία ανήκοντες στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία. Για την ίδρυση του Γηροκομείου του προσδιόριζε τα τοκομερίδια εισοδήματος 4.000 φράγκων που είχε εγγράψει σε χρεώγραφα γαλλικού δημοσίου εκτός των προαναφερθέντων 12.000 φράγκων. Επί πλέον έδινε εντολή στους εκτελεστές της διαθήκης του, ό,τι θα έμενε από τις πληρωμές και υποχρεώσεις κατά την εκκαθάριση της περιουσίας του να το χρησιμοποιούσαν για πρόσθετη εγγραφή σε γαλλικά χρεώγραφα, των οποίων το εισόδημα θα προοριζόταν και πάλι υπέρ των ιδρυμάτων της Θεσσαλονίκης. Υποδείκνυε μάλιστα οι σχετικοί τίτλοι να εξασφαλίζονταν ή στην Ελληνική Τράπεζα των Αθηνών ή στο θησαυροφυλάκιο της Ελληνικής Κυβερνήσεως ή σε οποιονδήποτε άλλον τόπον που θα πρότειναν οι Hottίnguer & Co, γιατί επιθυμία του ήταν αυτοί οι τίτλοι να παρέμεναν αναπαλλοτρίωτοι και μόνον το εισόδημά τους να χρησιμοποιούνταν για τη λειτουργία των ιδρυμάτων. Εφιστούμε την προσοχή στην έντονη επιθυμία του διαθέτου να μην αλλοτριωθεί η βούλησή του.
Πού όμως οφείλεται η μεταβολή της βουλήσεως του Ι.Ν.Παπάφη και η απόφασή του να ιδρύσει τελικά ορφανοτροφείο αντί γηροκομείου; Είδαμε ότι ο Θεσσαλονίκης Ιωακείμ τον παρότρυνε να ανιδρύσει το Γυμνάσιο ή τα Δημοτικά Σχολεία, όπως ο Θεαγένης το Νοσοκομείο και ο Δημ. Ιωννίδης το Παρθεναγωγείο. Του τόνιζε τη μεγάλη εθνική προσφορά των εκπαιδευτηρίων στο χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης. Οι έφοροι του μιλούσαν για τις οικονομικές δυσχέρειες εξαιτίας των οποίων κινδύνευε η λειτουργία των Εκπαιδευτηρίων και κατ' επέκταση η ολεθρίως επαπειλουμένη προγονική γλώσσα. Περί των "αριπρεπών καί φωτιστικών" κέντρων όλης της πολυπαθούς Μακεδονίας του έγραφε και ο Θεσσαλονίκης Καλλίνικος. Όλοι δηλαδή του υποδείκνυαν τα Σχολεία ως τον αξιολογότατο χώρο πού έπρεπε να αρδεύει το πλήρωμα της αγάπης του. Και όντως έλαβε σοβαρά υπόψη του τις υποδείξεις και προτροπές. Πρώτα - πρώτα τώρα επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στη Θεσσαλονίκη. Βοήθησε με δωρεές και κληροδοτήματα τόσο τα Σχολεία, όσο και το Νοσοκομείο της. Στην απόφαση όμως ως προς το βασικό του κληροδότημα πιστεύουμε ότι επέδρασε και κάτι προσωπικό.
Υποστηρίξαμε πως οι δυσκολίες της νεότητάς του τον επηρέασαν για το κληροδότημα υπέρ των νέων των νήσων Μάλτας, GOΖO. Τώρα μια άλλη τραυματική εμπειρία, η στέρηση του πατέρα του κατά την εφηβεία, περίοδο που ξεκινούσε τη ζωή του όπως είπαμε, πρέπει να αποτέλεσε το γενεσιουργό αίτιο της ιδρύσεως Ορφανοτροφείου. Ο Ι. Κυριακίδης, κάτοικος Αθηνών, συνέλεξε κατ' επιθυμία του θείου του, στοιχεία για τη λειτουργία, το σκοπό και τη διοίκηση τριών Ορφανοτροφείων. Εξεθείαζε τη συγκρότηση και την προς τα ορφανά πατρός και μητρός προσφορά του Ορφανοτροφείου Χατζηκώστα. Χαρακτήριζε τη λειτουργία του στερουμένου πόρων Ορφανοτροφείου Πειραιώς Ελένης Tζάνη ως όχι καλή. Θεωρούσε πως το Ορφανοτροφείο Θηλέων, το οποίο είχε ιδρύσει η βασίλισσα της Ελλάδας εδιοικείτο και διετηρείτο καλώς. Ενημερωμένος πλέον ζήτησε από τους εφόρους των Σχολείων να του γνωρίσουν, αν χρειάζεται στη Θεσσαλονίκη ίδρυμα, όπου να κατοικούν, να τρέφονται και ενδύονται άρρενα ορφανά, τα οποία όμως να διδάσκονται γράμματα σε εξωτερικά σχολεία. Τους ρωτούσε αν οι ίδιοι μπορούσαν να επιφορτισθούν με τη διεύθυνσή του και τι προϋπολόγιζαν ως ετήσια δαπάνη για τη λειτουργία του με δυναμικότητα αρχικά πενήντα ατόμων. Δείγμα της ευγενείας του αποτελεί η δήλωση ότι ήταν υποχρεωμένος για κάθε άποψη που θα του προσέφεραν. Οι αποδέκτες έφοροι αμέσως εξέφρασαν την ευγνωμοσύνη τους για την ιερή και άξια παντός επαίνου πρόθεσή του, αλλά επειδή το ζήτημα ήταν σοβαρό υποσχέθηκαν να του απαντήσουν μετά από κοινή συνεδρίαση με τους εφόρους του Νοσοκομείου. Μετά τη σύσκεψη θεώρησαν επιβεβλημένο και ιερό καθήκον υπέρ της παιδείας και γενικά της τύχης του Ελληνισμού στη Μακεδονία να τονίσουν ότι μεταξύ των πολλών αναγκών η πρώτιστη ήταν η υπέρ των Σχολείων γενναία χρηματική αρωγή. Χωρίς αυτή προέβλεπαν κινδύνους με αμεσότερο την κατάπτωση και την εις θάνατον καταδίκη των περιώνυμων σχολείων, τα οποία τα χαρακτήριζαν κοινά Εκπαιδευτήρια όλης της Μακεδονίας. Η χρονική στιγμή ήταν κρίσιμη και το προϋπολογιστικό έλλειμμα υπερέβαινε τις δύο χιλιάδες λίρες. Προσπάθησαν δηλαδή και οι έφοροι ξανά με κάθε τρόπο να κατευθύνουν το κληροδότημα στην ίδρυση Σχολείων. Εν τούτοις τα πειστικά επιχειρήματά τους δεν του άλλαξαν τελικά το σκοπό. Γι' αυτό λέμε ότι στη βοήθεια που θα παρείχε το ίδρυμά του στους ορφανούς νέους, έβλεπε τον εαυτό του στο δράμα της εφηβείας του.
Μετά τις υποδείξεις οι έφοροι διατύπωναν τον προβληματισμό τους επί της απόψεως Παπάφη να φοιτούν οι τρόφιμοι εκτός του Ορφανοτροφείου. Αν εννοούσε ότι σκοπός της φοιτήσεως στα σχολεία της Κοινότητας θα ήταν να γίνονται δάσκαλοι, υπέβαλαν δύο ενστάσεις. Στην περίπτωση αυτή κατ' αρχήν έπρεπε να μένουν στο ίδρυμα επί δέκα ολόκληρα χρόνια, μέχρι το εικοστό έτος της ηλικίας τους, πράγμα δύσκολο και με δυσάρεστες επιπτώσεις στον ψυχικό κόσμο των ιδίων των τροφίμων. Διερωτώντο ακόμη κατά πόσο θα ήταν αγαθό σύμπτωμα όλοι οι διδάσκαλοι του έθνους να στρατολογούνται συστηματικά από μία κατηγορία νέων, αυτών του Ορφανοτροφείου. Πρότειναν ο κύριος σκοπός του ιδρύματος να είναι η εκμάθηση τέχνης σε συνδυασμό με την εκμάθηση υποβοηθητικών γραμμάτων.
Ενέχει άραγε η θέση αυτή της Κοινότητας πρόθεση υποτιμήσεως και κοινωνικού παραγκωνισμού των ορφανών νέων; Οι έφοροι επιθυμούσαν τo ίδρυμα να οπλίζει τους νέους του με τέτοια επαγγελματικά και ηθικά εφόδια, ώστε να μπορούν με επιτυχία να αντιμετωπίζουν τη ζωή. Η επιλογή της τέχνης θα γινόταν, όπως στο Εθνικό Ορφανοτροφείο της Κων/πόλεως και στου Χατζηκώστα, με βάση τις ιδιαίτερες κλίσεις, ροπές και τάσεις. Και δεν είχαν άδικο. Είναι γνωστό στη Θεσσαλονίκη το πόσους επιτυχημένους και ως τεχνίτες, αλλά και ως συγκροτημένους οικογενειάρχες ανέθρεψε το Παπάφειο μέχρι τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας που εφαρμοζόταν το σύστημα αυτό. Δεν έλειψαν φυσικά και εκείνοι οι οποίοι λόγω ιδιαιτέρας εφέσεως προωθήθηκαν στα γράμματα. Για να κατανοήσουμε τις απόψεις των κοινοτικών θα πρέπει να τις δούμε στην εποχή που εκφράσθηκαν. H Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Θεσ/νίκης είχε την ευθύνη της ηθικής και εθνικής διαπαιδαγωγήσεως όλων των Ελλήνων της Μακεδονίας. Και πρέπει να θυμηθούμε τις αντιθέσεις των χριστιανικών πληθυσμών που άρχισαν από τα μέσα ήδη του 19ου αιώνα με την παρουσία ( 1854) στη Μακεδονία του Ρώσου σλαβολόγου Βίκτορα Grigorovιc και τη δράση των διδάσκαλων αδελφών Δ. και Κ. Μιλαδίνωφ που επηρεάσθηκαν απ' αυτόν. Η ταυτόχρονη εμφάνιση της ιδέας του πανσλαβισμού ήθελε την ηττημένη στον Κριμαϊκό Ρωσία επικεφαλής μιας ομοσπονδίας. Ένας νέος τρόπος επεμβάσεως στα πράγματα της Ευρώπης. Την ιδέα αυτή την προωθούσε ποικιλοτρόπως. Ίδρυσε σχολεία, εκπόνησε κατά τη βούλησή της εθνολογικούς χάρτες με κυρίαρχο πληθυσμιακό στοιχείο το Βουλγαρικό και, το σπουδαιότερο, επιδίωξε να επιβάλει τον πανσλαβισμό με αποστολή πολιτικών πρακτόρων στη Μακεδονία. Ακολούθησε και η εποχή του συνεδρίου του Βερολίνου (Ιούνιος 1878), το οποίο παραχώρησε μεν στην Ελλάδα τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, ίδρυσε όμως βουλγαρική ηγεμονία και χορήγησε αυτονομία στην Ανατολική Ρωμυλία. Οι ρυθμίσεις αυτές είχαν προκαλέσει σκληρούς ανταγωνισμούς. Ξεσηκώθηκαν οι Βούλγαροι στις β.α. περιοχές της Μακεδονίας, δραστηριοποιήθηκαν οι Σέρβοι, ξύπνησαν εθνικά οι Αλβανοί, επιζητούσαν τον προσηλυτισμό των βλαχοφώνων της Μακεδονίας οι Ρουμάνοι, οι οποίοι μάλιστα ίδρυσαν Μακεδορουμανικό σύλλογο ( 1879) καθώς και ρουμανικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη.
Αλλά πρόβλημα είχε δημιουργήσει και η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η οποία είχε προσαρτήσει στη Βουλγαρία ελληνικές περιοχές όπως το Μελένικο, το Νευροκόπι, τη Στρώμνιτσα κ.ά... Στην όλη ασφυκτική κατάσταση είχαν αντιδράσει σύλλογοι της Κων/πόλεως και των Αθηνών. Το κύριο όμως βάρος διατηρήσεως της ελληνικής συνειδήσεως και γλώσσης έπεφτε σmν Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Θεσσαλονίκης, προσφορά της οποίας δεν εκτιμήθηκε ακόμη δεόντως. Μετά από την κατάσταση αυτή αντιλαμβανόμαστε, γιατί οι υπεύθυνοι της Κοινότητας Θεσσαλονίκης δεν μπορούσαν να εμπιστευθούν την καλλιέργεια της εθνικής, συνειδήσεως στα χέρια ατόμων, τα οποία από συγκυρίες και κατ΄ ανάγκη θα είχαν οδηγηθεί στην άσκηση του διδασκαλικού λειτουργήματος. Οι διδάσκαλοι πάντοτε έχουν υψηλό προορισμό στην κοινωνία, στην περίοδο όμως εκείνη αποτελούσαν το ζωηφόρο αίμα του Έθνους. Ορθή λοιπόν και χωρίς προκατάληψη ήταν η άποψη που εξέφρασαν οι κοινοτικοί προς τον Παπάφη με κίνδυνο και να τον δυσαρεστήσουν.
Οι εκπρόσωποι της Κοινότητας παρά τις απόψεις τους ικανοποίησαν τον Παπάφη και του έδωσαν στοιχεία για την απαιτούμενη δαπάνη. Του διευκρίνισαν επιπροσθέτως ότι τη διεύθυνση ενός τέτοιου ιδρύματος προέβλεπαν να την αναθέσουν σε ειδική επιτροπή "υπό την ανωτέραν εποπτείαν της Κοινότητος απάσης εκπροσωπουμένης δια της Μητροπόλεως και των περί αυτήν συμβουλίων και εφορειών" και δήλωναν στην κατακλείδα ότι οποιαδήποτε απόφαση του Παπάφη έστω διάφορη θα την εφήρμοζαν πιστά. Στην επιστολή αυτή υπέγραφε ο Θεσσαλονίκης Καλλίνικος και οι έξι έφοροι των Εκπαιδευτηρίων και του Νοσοκομείου.
Τις πιο πάνω θέσεις της Κοινότητας τις χαρακτήρισε ο Παπάφης ως ορθές και θεώρησε τον εαυτό του υποχρεωμένο. Μετά απ' αυτό θα περιμέναμε να προωθήσει την υπόθεση του Ορφανοτροφείου. Αντ' αυτού όμως το Νοέμβριο του 1883 συνέταξε τη νέα του διαθήκη στην οποία συμπεριέλαβε τη διάταξη για ίδρυση γηροκομείου με το όνομα "Μελιτεύς".
Τί όμως άλλαξε τις προθέσεις του Παπάφη; Στον τεράστιο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας από τη Ροδόπη και το Νέστο ως την Πίνδο, Γράμμο, Πρέσπες, Αχρίδα και από το Αιγαίο, τον Όλυμπο, τα Καμβούνια ως τις περιοχές των Σκοπίων και της Ρίλας οι Έλληνες είχαν να αντιμετωπίσουν εκτός από τους χαρακτηριστικούς τουρκισμούς και τις επιβουλές των άλλων μειονοτήτων σε βάρος της εθνικής τους υποστάσεως. Αυτή η πραγματικότητα δραστηριοποίησε την Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα της Θεσ/νίκης κυρίως στον τομέα της παιδείας. Επιδίωξε την εγρήγορση της εθνικής συνειδήσεως. Αυτό ανησυχούσε τους Τούρκους που φοβούνταν εξέγερση των Ελλήνων στη Μακεδονία Την ανησυχία των Τούρκων την πληροφορήθηκε ο Παπάφης από εφημερίδα της Κωνσταντινουπόλεως. Κατά τη διατύπωσή του ΄΄η Κυβέρνηση ανησυχούσα δια την ανάπτυξιν καί μεγάλην πρόοδον του ελληνικού στοιχείου της Μακεδονίας έλαβε δρακόντεια μέτρα μέ σκοπό να εμποδίση τήν πρόοδον ταύτην". Αυτό του δημιούργησε τη βεβαιότητα ότι θα αντιδρούσαν στην ίδρυση ορφανοτροφείου στη Θεσ/νίκη. Εγκατέλειψε λοιπόν την αρχική του γνώμη και την αντικατέστησε με την ίδρυση γηροκομείου. Αν συνδυάσουμε ότι το 1882, δηλαδή στην ίδια περίοδο, ο Ιωακείμ Γ' του μιλούσε για το γηροκομείο απομάχων κληρικών που ίδρυε στην Κων/πολη, δεν είναι απίθανο να δανείστηκε την ιδέα από εκεί.
Τους φόβους του και τη δια διαθήκης ίδρυση γηροκομείου τα γνωστοποίησε στην Κοινότητα τέσσερα σχεδόν χρόνια μετά την τελευταία περί ορφανοτροφείου επικοινωνία τους. Ταυτόχρονα ζητούσε να του γράψουν τον αριθμό των γερόντων που έχουν ανάγκη περιθάλψεως, το χρόνο που χρειαζόταν για την ανέγερση του Γηροκομείου καθώς και οτιδήποτε άλλο θα τον βοηθούσε. Η επιστολή αυτή κυριολεκτικά τάραξε τους κοινοτικούς. Μετά από αυτό εγκατέλειψαν κάθε σκέψη να του ξαναϋποδείξουν τη στήριξη Σχολείων και προσπάθησαν να διασώσουν τουλάχιστον την ίδρυση ορφανοτροφείου, που άλλωστε ήταν δική του αρχική ιδέα. Έσπευσαν λοιπόν αμέσως να τονίσουν ότι η ίδρυση ορφανοτροφείου είναι εθνική και μάλιστα επείγουσα ανάγκη. Η ξένη προπαγάνδα είτε εθνικής χροιάς είτε με το σχήμα ξένων θρησκευτικών αποστολών εκμεταλλευόταν την ορφάνια και τη φτώχεια και στόχευε στο να προσηλυτίσει τα ελληνόπουλα. Θερμότατα λοιπόν τον παρακαλούσαν να εκπληρώσει την αρχική εθνική του ιδέα. Τον βεβαίωναν ότι η επιτόπιος αρχή όχι μόνον δεν εμπόδιζε, αλλά προστάτευε και υποστήριζε παρόμοια ιδρύματα αγαθοεργίας. Του έδιδαν βέβαια και στοιχεία που είχε ζητήσει για ίδρυση γηροκομείου, αλλά επανήρχοντο σε υστερόγραφο και του υπόσχονταν πως θα παραχωρούσαν κατάλληλο οικόπεδο προκειμένου να διευκολύνουν την εκπλήρωση του σκοπού ανεγέρσεως ορφανοτροφείου.
Τον ισχυρισμό που είχαν διατυπώσει οι έφοροι πως η επιτόπιος αρχή βοηθούσε παρόμοια ιδρύματα τον ελέγχουμε τουλάχιστον ως υπερβολικό. Είναι αλήθεια ότι υπήρχε διαταγή να χορηγείται κάποιας μορφής βοήθεια προς τα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Και είχαν τους λόγους τους. Τα νοσοκομεία εκτός από τους Έλληνες εξυπηρετούσαν και Οθωμανούς ή άλλου θρησκεύματος ή εθνικότητας άτομα. Τα γηροκομεία απήλλασσαν την τουρκική κοινωνία από το πρόβλημα των απροστατεύτων υπερηλίκων. Συνέφερε λοιπόν στην τουρκική διοίκηση να μην παρεμποδίζει τη λειτουργία τέτοιων ιδρυμάτων. Κατά το μέτρο που ο ισχυρισμός των εφόρων αφορούσε σε φιλανθρωπικά ιδρύματα αυτής της μορφής, μπορούμε να πούμε ότι δεν αφίστατο και πολύ της πραγματικότητας. Το ίδιο δεν ίσχυε όμως για την ίδρυση και λειτουργία νέων ορφανοτροφείων. Άλλωστε η περί αρωγής διαταγή ήταν παλαιά και οι συνθήκες ειδικά στο Μακεδονικό χώρο είχαν αλλάξει. Οι Τούρκοι υπολόγιζαν σοβαρότατα τη χριστιανική και ελληνική αγωγή που μπορούσε έστω και ατύπως να δίδεται στα ορφανοτροφεία. H αγωγή αυτή ενίσχυε την αυτοσυνειδησία των Ελλήνων της Μακεδονίας και βοηθούσε στην περαιτέρω ανάπτυξη του ήδη διακρινομένου ελληνικού στοιχείου. Ήταν φυσικό λοιπόν να εκτραχύνει τους Τούρκους. Άρα οι πληροφορίες του Παπάφη ήταν σωστές και οι φόβοι του δικαιολογημένοι. Αυτό αποδείχθηκε από την πρακτική που ακολουθήθηκε από τις τουρκικές επιτόπιες και κεντρικές αρχές στην ίδρυση του Παπαφείου και δικαιολογεί πλήρως το χαρακτηρισμό τουλάχιστον ως υπεραισιόδοξου και υπερβολικού του ισχυρισμού των κοινοτικών στην προς τον Παπάφη επιστολή τους.
Η επιστολή των εφόρων αποτέλεσε τον καταλύτη για την τελική απόφαση του Ι.Ν.Παπάφη. Μετά από αυτήν συνέταξε δική του που την απηύθυνε στις 10 Οκτωβρίου 1884 ΄΄προς τον αξιότιμον κύριον Πρόεδρον και τους κυρίους Αντιπροσώπους της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος "Θεσσαλονίκης. Εξέφραζε "την εγκάρδιον ευχαρίστησίν" του για τις διαβεβαιώσεις που του παρείχαν γύρω απο τις "ευνοϊκές" συνθήκες ιδρύσεως ορφανοτροφείου, γιατί έτσι πλέον του δινόταν η ευκαιρία να υλοποιήσει ό,τι ποθούσε η καρδιά του. Εξουσιοδοτούσε τελικά τους γενικούς κληρονόμους του ό,τι είχε προορίσει για την ίδρυση γηροκομείου να το διαθέσουν για "τήν κατάρτισιν ορφανοτροφείου διαρκούς''. Η επιστολή επέχει θέση και ισχύ διαθήκης, διότι γράφηκε ιδιοχείρως και η γνησιότητα της υπογραφής, κατ' επέκταση και της βουλήσεως, βεβαιώθηκε αυθημερόν από το συμβολαιογράφο Μάλτας Παύλο Βασάλου.
[ < Δωρητής προς Πρόσωπα ] [ Τα περί την Ίδρυση > ]
* Από το βιβλίο του Ιωάννη Ταγαράκη «Το φιλανθρωπικό έργο στην Ελληνορθόδοξη κοινότητα Θεσσαλονίκης (1840 – 1928)» |